τηλεφωτογραφία

τηλεφωτογραφία
Σύστημα τηλεπικοινωνίας που προορίζεται για τη μεταβίβαση και λήψη εξ αποστάσεως φωτογραφιών ή σχεδίων. Η αρχή λειτουργίας της τ. είναι σε γενικές γραμμές όμοια με αυτή της τηλεόρασης, με τη διαφορά ότι η αναπαραγόμενη εικόνα αποτυπώνεται σε ένα φύλλο χαρτιού και ο χρόνος αναπαραγωγής της είναι συγκριτικά πολύ μεγαλύτερος. Και εδώ η προς μεταβίβαση εικόνα εξερευνάται σημείο προς σημείο και οι μεταβολές της φωτεινότητας των διαφόρων σημείων της φωτογραφίας ή του σχεδίου μετατρέπονται σε μεταβολές ηλεκτρικής τάσης. Η ηλεκτρική αυτή τάση, αφού ενισχυθεί κατάλληλα, μεταβιβάζεται με έναν αγωγό ή με ηλεκτρομαγνητικά κύματα στον σταθμό λήψης, όπου μια κατάλληλη συσκευή (αναπαραγωγός) προνοεί, με βάση τα σήματα που παίρνει να αναπαραγάγει τη φωτογραφία που μεταβιβάζεται. Η συσκευή μεταβίβασης αποτελείται γενικά από έναν κύλινδρο, επάνω στον οποίο προσαρμόζεται η φωτογραφία, και ο οποίος περιστρέφεται με σταθερή ταχύτητα, ενώ ταυτόχρονα μετατοπίζεται κατά τη διεύθυνση του άξονα περιστροφής. Από ένα οπτικό σύστημα, το οποίο προβάλλει μια πολύ λεπτή φωτεινή δέσμη επάνω στη φωτογραφία, και από ένα φωτοηλεκτρικό κύτταρο, που μετατρέπει το φως που ανακλάται από τη φωτογραφία σε μια ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Με τη διπλή κίνηση του κυλίνδρου (περιστροφική και μεταφορική) η φωτογραφία ή το σχέδιο εξερευνάται από τη φωτεινή δέσμη κατά ελικοειδείς λεπτές γραμμές. Ανάλογα με τη φωτεινότητα των διαφόρων σημείων της φωτογραφίας, το φως που αντανακλάται είναι περισσότερο ή λιγότερο έντονο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ανάλογες μεταβολές στην ένταση του ρεύματος, που περνάει μέσα από το φωτοηλεκτρικό κύτταρο. Οι μεταβολές αυτές συνιστούν το ηλεκτρικό σήμα, που μεταβιβάζεται στον δέκτη. Ο αναπαραγωγός είναι δύο τύπων: για φωτογραφίες ή για γραπτά χωρίς αποχρώσεις.
* * *
και τηλεφωτογράφιση, η, Ν
1. (φωτογρ.) η με τη βοήθεια τηλεφακών τεχνική και η πρακτική τής φωτογράφισης προσώπων ή αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από τη φωτογραφική μηχανή
2. η λήψη εικόνων μεγεθυσμένων σε σχέση προς τις φαινομενικές διαστάσεις αντικειμένου
3. αστρον. διαβίβαση φωτογραφιών από πολύ μακρινή απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telephotography < τηλ(ε)-* + φωτογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τηλεφωτογραφία — η 1. φωτογραφία που παίρνεται με ειδικό τηλεφακό. 2. η μεταβίβαση φωτογραφιών, σχεδιασμάτων κτλ. με ηλεκτρικά μέσα σε μεγάλες αποστάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • τηλεστερεογραφία — η, Ν [τηλεστερεογράφος] η τηλεφωτογραφία …   Dictionary of Greek

  • τηλεφωτογράφιση — η, Ν βλ. τηλεφωτογραφία …   Dictionary of Greek

  • τηλεφωτογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεφωτογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telephotographic < τηλ(ε) * + φωτογραφικός. Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. τηλεφωτογραφικόν (μηχάνημα), μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”